Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Οργή

Μέσα από πέτρες, μολότοφ και δακρυγόνα
σε είδανε
να κρατάς ασπίδα και σπαθί
μέσα στους έρημους δρόμους της πόλης τους
να καις τα μαγαζιά τους.

15χρονε

Κουκουλοφόρο σε είδανε
να κάνεις πλιάτσικο
να καταστρέφεις τον τζίρο τους
εν μέσω οικονομικής κρίσης
να φέρνεις τον κόσμο σε απόγνωση
ωμή βία και καταστροφική μανία
μέσα σε λαμπιόνια
σε είδανε να έχεις
εικόνες ντροπής
εικόνες χάους
έφερες μέσα στα σαλόνια τους
σε είδαν να σου χαϊδεύουν τα αυτιά λαϊκιστές. 
Πόση ντροπή πρέπει  να ‘νιωσες! 

15χρονε

Την επομένη των καταστροφών
τον απολογισμό τους που κάνανε,
πόση ντροπή πρέπει να ‘νιωσες,
που όλοι για σένα συζητούσανε!
φτάνει πια! Είπανε την ώρα που τρώγανε ακόμη!
Τόση καταστροφή
για το παιδάκι που ‘φυγε 
το συνομήλικο σου
που οι πιο πολλοί δολοφονία το ‘πανε,
στεναχωρήθηκαν κιόλας, 
και κάποιοι παρεξήγηση από λειασμένο βλήμα... 
Αλλά εσύ 15χρονε, 
έπρεπε να κλάψεις, 
όχι να κάψεις,
να έχεις τόση οργή αδικαιολόγητη.

Να! Δες τους πως αυτοί οργίζονται! 
για τους καλόγερους που τις λίμνες τους κλέβουνε.
Δες τους  πως οργίζονται,
για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω τους 
και τους καταστρέφουν τη ζωή.
Δες τους  πως οργίζονται
από τους καναπέδες τους!
Να! Τέτοια οργή πρέπει να χεις! 

Ανώριμε 15χρονε.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

Σκουπίδια

Σκουπίδια παντού ολόγυρα

να κατακλύζουνε τον χώρο

το βλέμμα να μη μπορεί να σταθεί

παρά απεγνωσμένα να ψάχνει κάτι καθαρό

και αυτή η αποπνιχτική η μυρωδιά

να κάνει την ατμόσφαιρα να κολλάει

και δίπλα τους ψυχές

να χαίρονται λίγα μέτρα πιο πάνω

την ανούσια ζωή τους

στην ασφάλεια των τεσσάρων τοίχων

που κρατά απ’ έξω όλη αυτή τη βρωμιά.

Σάπιες ψυχές

που καλύπτουν με τη βορβορώδη τους ανοησία

τη μυρωδιά των σκουπιδιών.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

Μετανιώνω

Χρόνων αναμνήσεις παλαιών

την καρδιά μου συγκλονίζουν

το παρόν μου οδηγούν

σε ένα μέλλον,

αναμνήσεων και μόνο.

Στα ρεύματα του χρόνου πάλεψα

όνειρα άγγιξα για μια στιγμή μονάχα

ευτυχία αναζήτησα να βρω

τυφλά

χαμένος στις πεποιθήσεις μου

αγναντεύοντας το αύριο από ξένα μονοπάτια.

Ψυχής μου κομμάτια απαρνήθηκα

για κάτι καλύτερο, ίσως.

Ζωή που έφυγε καρτερώντας την.

Και τώρα

να εδώ

κουρασμένος

μετανιώνω.

Ένα παράπονο μένει

Της μοναξιάς το βάρος

το πολύ

που σε λυγίζει.

Και έχεις και δεν έχεις.


Τις νύχτες τις κενές

αγκαλιά με τις σκέψεις

γεύεσαι την απόρριψη.

Στις αναμνήσεις που χάνονται

μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.

Μία θέληση δυνατή

τσακίζεται για λίγο.

Για λίγο;

Άνθρωποι και ανθρωπάρια.

Στα όνειρα που δε νοείς τον λόγο υπαρξής τους

αλλά υπάρχουν

και συνεχώς σε κατακλύζουν

μέσα στα δάκρυά σου

και ένα παράπονο

που μένει με γεύση στυφή και δυνατή

και δεν φεύγει

παρά μόνο στης ελπίδας τη θωριά

που δεν ξέρεις αν είναι ελπίδα

ή στυγνή πραγματικότητα.

ένα παράπονο

ένα γιατί

ένα παράπονο

ένα παράπονο για τη ζωή σου

που τη ζεις σαν ανθρωπάριο

ένα παράπονο μένει.

Τυχεροί οι άνθρωποι που ζουν τα ονειρά σου

και σου αφήνουνε να ζεις τα όνειρα

της μοναξιάς σου.

Λόγια Καρδιάς

Όσων να πω

τα λόγια κρύβονται στη καρδιά μου

και όσων τα λόγια λέω

δεν υπάρχουν.

Δύναμη δώσε μου καρδιά, τα λόγια σου να βγούνε

και όσων δεν ξεμυτίζουν, κράτα τα

ο χρόνος θα τα βγάλει.

Κακό δεν το κάναν

Αμόλυντα πνεύματα

των μιαρών θέλουν να μοιάσουν

και όταν τα μοιάσουνε τα ξεπερνούν

κακό δεν ξέρουν τι 'ναι

μα σαν κουράσουν τη ψυχή

επιστροφή δεν έχει

μόνο να ξεγελάσουν θέλουνε

κακό πως δεν το κάναν.